φυτολόγος

φυτολόγος
ο, η, Ν
βοτανικός, βοτανολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytologist < φυτόν + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτολόγος — ο επιστήμονας της φυτολογίας, ο ειδικός στη φυτολογία, ο βοτανικός, ο βοτανολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”